Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2014

ΠΑΛΙΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ






Η μαμή, ήταν υποχρεωμένη από καθήκον και μόνο όπου κι αν ήταν να τρέξει και να βοηθήσει την ετοιμόγεννη κι ανήμπορη Συγχωριανή της ώστε να ξεγεννήσει. Την ξάπλωνε στο δωμάτιο του σπιτιού κι αν το σπίτι ήταν μόνο  ένα δωμάτιο, στην άκρη του σπιτιού ετοίμαζε με 2 σεντόνια το χώρισμα.
      Εκεί, αν ήταν και νύχτα την βοηθούσαν όλοι μαζί. Κανείς  δεν κοιμόταν κείνο το βράδυ. Όλοι βρισκόντουσαν στο πόδι. Ο ένας να ανάψει τη φωτιά, ο άλλος να κρατήσει τις λάμπες αναμμένες, ο άλλος να ετοιμάσει τα ζωντανά, ο άλλος να ετοιμάσει το φαγητό, ο καθένας ή κάθε μια βοηθούσε όπου μπορούσε και σ' ότι μπορούσε.
                Η μαμή παρακολουθούσε αλλά και προσπαθούσε να στηρίξει  ψυχολογικά την ετοιμόγεννη  γυναίκα. Της άλλαζε στάσεις, της έσπρωχνε τη κοιλιά και  μόλις άρχιζε να φαίνεται το παιδί, με χίλιες δυο προφυλάξεις, το τράβαγε σιγά-σιγά για να το βγάλει.
                Όταν έκοβε τον αφαλό, τον έδενε κόμπο ή μ' ένα σχοινί, το οποίο  αποστείρωνε. Όσο για το ύστερο, ο οποίος επιστημονικά λέγεται πλακούντας, περίμενε τη φύση να το τακτοποιήσει. Το έκοβε με μεγάλη προσοχή και το έθαβε στη γη, για να μην το φάνε τα σκυλιά. Έβγαζε το μωρό και αμέσωςτο σήκωνε ψηλά. Του καθάριζε τη μύτη και το φυσούσε να πάρει την πρώτη αναπνοή.
                Στη συνέχεια ετοίμαζε το πρώτο του μπάνιο, τα χαμομήλια και τα ρούχα για να το τυλίξει. Οι οδηγίες έδιναν κι έπαιρναν. Η φασκιά σε πρώτο πλάνο.
                Μετά τα γεννητούρια και εφ’ όσον όλα πήγαιναν καλά, η οικογένεια δώριζε στη μαμή ότι είχε ή και χρήματα αν υπήρχαν.
                Η μαμή του χωριού όμως δεν ήταν και υπεράνθρωπος. Ήταν μια απλή & αγράμματη γυναίκα, που έμαθε αυτή τη τέχνη απ’ τη μάνα της κι απ’ τις γριές του χωριού. 
Το ίδιο πράγμα έκανε κι αυτή. Παρέδιδε τις γνώσεις της και τις εμπειρίες της, στις επόμενες.



 


       Το περασμένο αιώνα που η χώρα μας ήταν πιο φτωχή από σήμερα και η βιομηχανία των υποδημάτων  ήταν σχεδόν ανύπαρκτη, οι άνθρωποι είχαν πιο μεγάλη ανάγκη για υπόδηση απ' ότι σήμερα. Οι δρόμοι τότε ήταν χαλικόστρωτοι ή χωματένιοι και οι δουλειές ήταν σχεδόν όλες  αγροτοκτηνοτροφικές. Επομένως, τα οιουδήποτε είδους παπούτσια ή σανδάλια τρίβονταν και χαλούσαν γρήγορα. Έτσι οι άνθρωποι, υπέφεραν κι έβρισκαν διάφορους τρόπους να καλύψουν τα πόδια τους.
                Άλλοι που δεν είχαν καθόλου λεφτά, τύλιγαν τα πόδια τους με λινάτσες ή ότι άλλο είχαν και μπορούσε να τους τα προστατέψει. Όμως τα αγκάθια, οι κολλιτσίδες, η μουχρίτσα κι άλλα αγκαθοειδή  κολλούσαν επάνω τους και τους άλλαζαν την όψη από το πόνο.
Σκέφτηκαν  ότι καλύτερη λύση θα ήταν τα γουρνοτσάρουχα.
                Έπαιρναν λοιπόν το δέρμα από το γουρούνι που έσφαζαν και το αλάτιζαν για να συντηρηθεί. Έτσι δε βρωμούσε και δε σάπιζε. Όπως ήταν τα κομμάτια, τα έκαναν σαν βαρκούλες στα μέτρα τους, τα έραβαν και τα φορούσαν.
                Η αντοχή τους φυσικά δεν ήταν μεγάλη. Τρίβονταν και ξεραίνονταν. Για να μαλακώσουν, τους έβαζαν γουρνάλειμα. Το γουρνάλειμα ήταν λίπος από χοιρινό που είχαν στις στάμνες ή στα κιούπια και το χρησιμοποιούσαν στο μαγείρεμα.
                Ο πιο μεγάλος κίνδυνος στα γουρνοτσάρουχα ήταν τα πεινασμένα σκυλιά.
                Σιγά-σιγά, άρχισαν να φέρνουν το δέρμα επεξεργασμένο και τα τσαρούχια
άρχισαν να γίνονταν καλύτερα. Οι αγωνιστές του ’21 φορούσαν τα τσαρούχια κι έβαζαν και τις περίφημες φούντες.
                Για να προφυλάξουν τις κνήμες τους, ανακάλυψαν τις γκέτες. Στην αρχή αυτές ήταν πάνινες και μετά έγιναν δερμάτινες
και  πάνω τους σχεδίαζαν, ζωγράφιζαν ή κεντούσαν διάφορα σχέδια. Πολλές απ’ αυτές ήταν σωστά κομψοτεχνήματα.
                Αργότερα που άρχισαν να κυκλο
φορούν τα πρώτα αυτοκίνητα, τα τσαρούχια τα κατασκεύαζαν με κομμάτια από παλιές ρόδες αυτοκινήτων. Όμως κι αυτά ήταν δύσκαμπτα και γλιστρούσαν.
                Το τσαρούχι είναι ένα ελαφρύ, δερμάτινο υπόδημα το οποίο φορούσαν οι χωρικοί στην ηπειρωτική Ελλάδα μέχρι τον 19ο - αρχές του 20ου αιώνα. Σήμερα φοριούνται στην Ελλάδα μαζί με τη  Φουστανέλα, σαν μέρος της παραδοσιακής στολής των Ευζώνων.
                Η λέξη προέρχεται από το τουρκικό « τσαρίκ »
και κατασκεύαζοταν από ακατέργαστο ή κατεργασμένο δέρμα.
                Τα τσαρούχια που χρησιμοποιούνται στις μέρες μας στην Προεδρική Φρουρά φέρουν επίσης στο κάτω μέρος τους περίπου 50 καρφιά το καθένα. Τα καρφιά αυτά είναι υπεύθυνα για τον χαρακτηριστικό ήχο που παράγουν τα τσαρούχια κατά τη διάρκεια ευζωνικών παρελάσεων. Σαν  συνεπακόλουθο, τα καρφιά αυτά αυξάνουν αρκετά το βάρος του τσαρουχιού, το οποίο μπορεί να φτάσει και τα τρία κιλά το καθένα.
             



          Οι άνθρωποι από τότε που ανακάλυψαν το σιτάρι και τα άλλα δημητριακά, βρέθηκαν στην ανάγκη να τα αλευροποιήσουν για να τα κάνουν  ψωμί καθώς και γλυκά. 
       Ο πρώτος  μύλος ήταν 2 επιφάνειες, που χτυπιούνταν μεταξύ τους, π.χ. 2 πέτρες (εάν στη μέση βάλουμε σπόρους, αυτοί, με πολλά χτυπήματα γίνονται σκόνη). 
      Μετά βρέθηκε ο τρόπος της τριβής και στο τέλος της περιστροφής, με τις γνωστές  μυλόπετρες.
      Η κάτω πέτρα ήταν σταθερή κι η πάνω περιστρεφόταν. Η περιστροφή σε μικρό μύλο γινόταν με το χέρι ή με  ζώο, αέρα ή νερό.
      Οι  Ανεμόμυλοι ήταν συνήθως σε υψώματα, για να δέχονται τα πανιά της  φτερωτής τη μεγάλη δύναμη του αέρα. Στη συνέχεια, η κίνηση μεταδιδόταν στον κεντρικό άξονα, ο οποίος  έστρεφε το πάνω λιθάρι.
      Οι Νερόμυλοι ήταν σε χαμηλά μέρη, όπου περνούσε νερό. Εκεί, περνούσε το νερό μέσα από το βαγένι, που ήταν φαρδύ στο πάνω μέρος και στενό κάτω και κατευθυνόταν στις ακτίνες της φτερωτής. Τούτο ήταν ξύλινο, σαν βαρέλι, ή σιδερένιο ή τσιμεντένιο. Τα λιθάρια γύριζαν και δέχονταν το σιτάρι, που έπεφτε στο κέντρο απ’ τη χοάνη, που γέμιζε απ’ το σιτάρι που έριχνε ο μυλωνάς.
     Το σιτάρι έβγαινε ψιλοκομμένο, φαρίνα, χοντροκομμένο ή πλιγούρι για τραχανάδες, ανάλογα με τη ρύθμιση που έκανε στις πέτρες ο μυλωνάς. Με ειδικό μοχλό μετακινούσε το πάνω λιθάρι και έτσι μίκραινε ή μεγάλωνε το άνοιγμα μεταξύ τους. Πολλές φορές  ανακάτευε το σιτάρι, για να αλέθεται ομοιόμορφα.
    



  Ο Γραμματικός ήταν ο άνθρωπος που διάβαζε τα γράμματα στους αγράμματους ανθρώπους του χωριού  αλλά και της πόλης. Έτσι έπαιρνε το χαρτζιλίκι του και ζούσε την οικογένειά του. Άλλοτε έγραφε κι άλλοτε διάβαζε τα γράμματα που συνήθως, τότε, έστελναν οι μετανάστες  και οι φαντάροι.
      Ο γραμματικός επίσης διάβαζε την εφημερίδα στο  καφενείο κι όλοι παρακολουθούσαν να μάθουν νέα από το μέτωπο.
     Για να ξέρει γράμματα ο γραμματικός, σήμαινε ότι ήταν πρώτον άνδρας, γιατί οι γυναίκες τότε δεν πήγαιναν στο  σχολείο, και δεύτερον θα ήταν καλής οικογένειας.
    Τότε υπήρχε το Ελληνοσχολείο, το Σχολαρχείο και το Δημοτικό.




Ο   Αγωγιάτης είχε τον εαυτό του, το ζώο του ή και το σκύλο του. Μετέφερε τη σοδειά του γείτονα, όπως λάδι, σταφίδα, τα ξινά (όπως έλεγαν τα λεμονοπορτόκαλα…) κ.ά.. Έτσι αν κάποιος είχε μια καλή παραγωγή, φώναζε τους κατοίκους του χωριού ή και διπλανών χωριών, να πάνε με διπλή αμοιβή, να μεταφέρουν τα προϊόντα τους.
               Φορτωμένο το άλογο προχωρούσε μπροστά και πίσω με τη λούρα ή τη βίτσα ο αγωγιάτης, φώναζε: Άντε ντέει……
               Αν ο αγωγιάτης δεν είχε  λεφτά, περνούσε από κάποιο συγγενή ή μελλούμενο κουμπάρο. Ρούφαγε βιαστικά το ποτηράκι του, για να μη τον βλέπει το αφεντικό ή για να κερδίσει χρόνο. Αν προλάβαινε την ίδια μέρα, έπαιρνε κι άλλο αγώι, δηλ. κι άλλο μεροκάματο.
               Αν μπορούσε να συνδυάσει πολλά ταυτόχρονα δρομολόγια, για κοντινούς προορισμούς, κι αυτός κέρδιζε περισσότερα χρήματα και η μεταφορά στοίχιζε πιο φθηνά. 

 Άλλες φορές ο αγωγιάτης κουβαλούσε την παραγωγή του άλλου, με  κάρο  ή με αραμπά, αν είχε, για να πάρει αμοιβή βέβαια.
               Η δυστυχία η μεγάλη ήταν άμα ψοφούσε κάποιο άλογο. Τότε ο ιδιοκτήτης και η οικογένειά του, ντύνονταν στα μαύρα. Έτσι πολλοί έκαναν έρανο, να ενισχύσουν την πληγείσα οικογένεια. Για να προλάβουν το κακό, οι νοικοκυραίοι έπαιρναν για τα σπίτια τους φοράδες και τις έβαζαν να γεννήσουν. Άλλοι πάλι πιο ευκατάστατοι είχαν και δεύτερο άλογο. Είχαν το καλό άλογο για όλες τις δουλειές και για τα πανηγύρια  και είχαν και το μονό ή λοβό για δεύτερες και ασήμαντες εργασίες.
               «Το αγώγι, λέγανε, ξυπνά τον αγωγιάτη». Αν δηλ. ο αγωγιάτης πληρωνόταν καλά, ξύπναγε από τα χαράματα.


Σήμερα  τα παπούτσια μας δεν σκονίζονται τόσο πολύ, γιατί οι δρόμοι είναι ασφαλτοστρωμένοι κι έτσι δεν βλέπουμε τον Λούστρο να κάθεται σε μια γωνιά. Έξαλλου υπάρχουν εύκολα, γρήγορα και καλά βαφικά που ο καθείς μπορεί να τα χρησιμοποιήσει και σε όλα τα χρώματα. 
Παλιά οι λούστροι  είχαν χρυσές δουλειές. Έπιαναν σίγουρα περάσματα και έστηναν το κασελάκι τους και περίμεναν. 
Γυάλιζαν τις μπρούντζινες γωνιές και τα διακοσμητικά σιδερένια μέρη, ώστε να αστράφτουν στον ήλιο και να θαμπώνουν τους περαστικούς. Τα κασελάκι ήταν γεμάτο με μπουκάλια διαφόρων χρωμάτων.
Η δουλειά άρχιζε με την τοποθέτηση του ποδιού στην ειδική βάση, που ήταν στη μέση της κασέλας. Στη συνέχεια ο λούστρος σήκωνε τα μπατζάκια του παντελονιού του πελάτη και τα ξεσκόνιζε με την βούρτσα των ρούχων. Έπαιρνε μια μικρή σπάτουλα και καθάριζε τις λάσπες που είχαν κολλήσει στα παπούτσια και στις σόλες. Και με μια άγρια βούρτσα ξεσκόνιζε την σόλα και το τακούνι, έβαζε τις φίντες στα πλαϊνά για να μη βάψει τις κάλτσες.
              Έπαιρνε το μπουκαλάκι και έριχνε λίγη μπογιά στο  σφουγγάρι. Περνούσε το ένα παπούτσι με την μπογιά και στη συνέχεια με την κόχη της βούρτσας χτυπούσε το κασελάκι “ Το άλλο”  έλεγε και ο πελάτης σήκωνε το άλλο πόδι και το έβαζε στην υποδοχή. Τέλος ακολουθούσε η ίδια διαδικασία και στο άλλο παπούτσι. Με νέο χτύπημα τον ειδοποιούσε να φέρει ξανά το πρώτο πόδι, για να βάλει γλυκερίνη. Μετά έπαιρνε την τσόχα  και τα γυάλιζε και έτσι τα παπούτσια ήταν έτοιμα βαμμένα και γυαλισμένα.

                     Ο άνθρωπος αυτός ήταν απαραίτητος στα σπίτια που είχαν για ακόνισμα μαχαίρια, πριόνια, κόσες, κόφτρες, τσεκούρια, ψαλίδια   κι άλλα κοπτικά εργαλεία. Η δουλειά του ήταν να τα γυαλίζει και να τα ακονίζει μέχρι που να κόβουν, κατά το κοινώς λεγόμενο, την μύγα στον αέρα. 

Τα σύνεργα του ακονιστή ήταν ο τροχός κι οι ακονόπετρες. Ο τροχός ήταν σμυριδόπετρα.
          Αυτός λοιπόν ο τροχός ήταν ή από συμπαγή σμυρίδα ή από σμυριδόσκονη συμπιεσμένη. Τον τροχό αυτό ο τροχιστής τον είχε τοποθετημένο σε άξονα. Ο άξονας στηριζόταν σε 2 βάσεις. Οι 2 αυτές βάσεις ήταν στο μισό ύψος του ανθρώπου. Ο σμυριδοτροχός γύριζε, όταν ο τροχιστής με το πόδι κινούσε τον πατητήρα. Αυτός έδινε την κίνηση στον τροχό με το ίδιο σύστημα, που μια  ραπτομηχανή κινεί τον τροχό που είναι δίπλα από τα βελόνια. Με την στροφή και κίνηση του τροχού, ο τροχιστής ακουμπούσε με κατάλληλη κίνηση το μαχαίρι στον τροχό.
          Το ακόνι πάλι, που κρατούσε ο τροχιστής, ήταν μια πλάκα από σκληρή πέτρα που πάνω της έτριβε το μαχαίρι για να ακονιστεί.
          Ο ακονιστής γύριζε στις γειτονιές και φώναζε: 
          -Τροχόοοοος… τροχιστής. Εδώ ο καλός τροχιστής!  (Τροχιστής ή τροχατζής)




Ο Καλατζής, ο Γανωματής, όπως και να τον πούμε είναι ο ίδιος άνθρωπος. Είναι ο συντηρητής των μαγειρικών σκευών. Είναι ο άνθρωπος με τα μουτζουρωμένα ρούχα, που είχε κρεμασμένη μια μεγάλη ανοικτή σακούλα στην πλάτη από λινάτσα ή καναβάτσα. 
Γύριζε στις γειτονιές φωνάζοντας: “ Ο γανωτήηηηης… Χαλκώματα γανώνωωω…”

          Μάζευε τα τετζέρια, τα  λεβέτια (Καζάνια), τα τηγάνια κλπ. Τα μάζευε όλα σ’ ένα παλιό σπίτι συνήθως ακατοίκητο ή κάτω από κάποια ταράτσα. Εκεί έσκαβε μια γούβα στο χώμα και μέσα άναβε φωτιά. Δίπλα είχε τη μάσια ή μασιά , την σιδεροστιά, το νέφτι, το καλάι και κομμάτια από παλιά σιδερικά για να βουλώνει τις τρύπες. 

          Έλιωνε μετά τον κασσίτερο-μολύβι, σ’ ένα μπρίκι και το έχυνε στο καθαρισμένο σκεύος. Έπαιρνε πάντα με το χέρι και χωρίς γάντια το βαμβάκι κι έστρωνε το μολύβι στην επιφάνεια του δοχείου. Μετά έριχνε κρύο νερό και το καλάι πάγωνε στο σημείο που είχε στρωθεί. Εάν ήθελε να κάνει καλή δουλειά επαναλάμβανε το στρώσιμο πολλές φορές. Αφού τελείωνε το γάνωμα σ’ όλα τα σκεύη, άρχιζε τη μοιρασιά, από σπίτι σε σπίτι.







0 σαμαρτζής ή ο σαγματοποιός είναι άλλες ονομασίες αυτού του επαγγελματία.

         Πιο παλιά, οι πολεμιστές και οι διάφοροι ιππείς χρησιμοποιούσαν τη σέλα. Η σέλα, ας πούμε, ήταν μικρό σαμάρι, κατασκευασμένο σχεδόν όλο από δέρμα. Για να μην πληγώνεται το ζώο, από την επαφή της σέλας με το κορμί του, ενδιάμεσα χρησιμοποιούσαν διάφορα υλικά. Έβαζαν χονδρό πανί ή τσόχα ή τραγόμαλλο ή συνηθισμένο ψαθί.


 
     
   

Ο σαμαράς κατασκεύαζε τα σαμάρια όπως 
αναφέρεται παρακάτω : Έπαιρνε από τον ξυλουργό διάφορα κομμάτια σανίδας ή ολόκληρα τεμάχια ξύλου και τα δούλευε μόνος του, να πάρουν το σχήμα που ήθελε.
Σκάλιζε το ξύλο με το σκαρπέλο, με τη πλάνη, με το σκεπάρνι, με το αρνάρι (ράσπα), με τα τριβέλια και άλλα εργαλεία. Έτσι κάρφωνε τα μπροστινά και τα πισινά μέρη του σαμαριού, με τα παΐδια. Το άνοιγμα που έδινε στην κοιλιά του σαμαριού, ήταν ανάλογο με το σώμα του ζώου. Του έπαιρνε λοιπόν. 

         Επάνω στα μπροστινά και πισινά σανίδια κάρφωνε τα κολιτσάκια. Αυτά ήταν γάντζοι φτιαγμένοι από σιδηρουργό ή  από γύφτο, για να κρεμούν σ’ αυτά διάφορα πράγματα, για την εργασία και την μεταφορά.

Επάνω λοιπόν σ’ αυτά τα χωνευτά ξύλα, έβαζαν διακοσμητικές προκαδούρες, μέχρι και χάντρες. Αφού λοιπόν έκανε όλο το σκελετό του σαμαριού, με ξύλο πλατάνου, συνήθως ετοιμαζόταν για το στρώμα που θα έμπαινε κάτω από τα σανίδια. Αυτή ήταν η στρώση. Έκανε πρώτα το πανί σαν σάκο με σαμαροσκούτι κι άρχιζε να κάνει το στρώμα, γεμίζοντας το στην ανάγκη με άχυρο. Το έραβε με τη σαμαροβελόνα, για να μην μετατοπίζεται και στη συνέχεια το προσάρμοζε πάνω στα σανίδια. Εκτός από την βελόνα, είχε την σακοράφα και τα σουγλιά. Ένα σαμάρι όμως δεν σταμάταγε εδώ.

        Επίσης τοποθετούσε   τη  σφίχτρα, που έζωνε το σαμάρι κάτω από την κοιλιά του ζώου. Η καπιστράνα ή κοινώς καπίστρι ήταν το φίμωτρο ή η κατασκευή από λουρίδες δερμάτινες, για να συγκρατούν το σχοινί που συγκρατούσε ο ιδιοκτήτης του ζώου.






Τη παραμάνα στην αρχαία Ελλάδα την ονόμαζαν τροφό.
          Η τροφός λοιπόν, ή παραμάνα, ήταν μια γυναίκα, η οποία αντικαθιστούσε τη μάνα, στην περίπτωση που αυτή δεν ήταν σε θέση δεν έπρεπε ή δεν μπορούσε να δώσει το μητρικό γάλα στο παιδί της. Τέτοιες περιπτώσεις είχαμε στο παρελθόν πάρα πολλές, γιατί δεν υπήρχαν τα σημερινά γάλατα, που δίνουμε στα μωρά.
                   Πολλές, κυρίως πλούσιες μανάδες, για να μην χαλάσουν τα στήθη τους, έπαιρναν άλλες γυναίκες και θήλαζαν τα μωρά τους. Σε άλλη περίπτωση έπαιρναν άλλη γυναίκα, όταν η μητέρα δεν είχε αρκετό γάλα και το μωρό ζητούσε περισσότερο. Η παραμάνα ήταν εκείνη που θα έδινε το συμπλήρωμα.
          Το επάγγελμα αυτό σταμάτησε από τότε που βγήκαν τα βιομηχανικά προϊόντα και το παστεριωμένο γάλα.
 



Ο γαλατάς ήταν ιδιοκτήτης ζώων (αγελάδων, κατσικιών ή προβάτων) και πουλούσε το προϊόν του, απευθείας, ο ίδιος. Γαλατάς μπορούσε να ήταν κι εκείνος που δεν είχε δικά του ζώα, αλλά πουλούσε το γάλα που αγόραζε από τον παραγωγό.
         Ξυπνούσε από τα χαράματα, για να αρμέξει τα ζώα. Έβαζε το γάλα μέσα σε μεγάλα δοχεία, με μεγάλο στόμιο, τα φόρτωνε στο ζώο και έτρεχε στις γειτονιές. Έτσι και χωρίς να ξυπνάει κανέναν, άνοιγε την μεγάλη πόρτα του σπιτιού ή την εξώπορτα και γέμιζε το κατσαρολάκι ή δοχείο, που είχε αφήσει εκεί η νοικοκυρά.
         Το σκέπαζε με κάποιο βαρύ καπάκι, για να μην το κυλήσει κάποια γάτα και το πιει και κατόπιν έφευγε. Πληρωνόταν, με συμφωνία, κάθε βδομάδα ή κάθε μήνα.
         Η παραγωγή του ήταν μετρημένη, κι έτσι για να γίνει κάποιος μέλος, δηλαδή νέος πελάτης, έπρεπε να είχε τα μέσα. Πολλές φορές τύχαινε κάποια μάνα να ‘χει άρρωστο παιδί και να παρακαλάει τον γαλατά για λίγο γάλα κι αυτός να ‘ναι ανένδοτος και να μην της δίνει. Εάν της έδινε, δεν θα είχε για άλλο πελάτη (συμφωνημένο), κι ο καβγάς θα ήταν αναπόφευκτος.





Ήταν ένας άνθρωπος μεροκαματιάρης που έβγαζε το ψωμί του, πουλώντας νερό στα σπίτια.

Μέχρι το 1960, τα υδραγωγεία δεν είχαν πάει νερό σε όλες τις γειτονιές. Ο Νερουλάς περνούσε από κάθε σπίτι εξυπηρετώντας τις νοικοκυρές κι έδινε το νερό, επειδή τα παλιά χρόνια ήταν βρώμικο. 

Έτσι, οι νερουλάδες με τα βυτία τους περνούσαν από τους δρόμους και πουλούσαν νερό Όταν οι κοινότητες έκαναν τα υδραγωγεία και κάθε σπίτι συνδεόταν με το δίκτυο, έκλεινε τότε και μια πόρτα για τον νερουλά.  
                   Ο πιο διάσημος νερουλάς της πατρίδας μας, ήταν ο γνωστός Ολυμπιονίκης ΣΠΥΡΟΣ ΛΟΥΗΣ.
Βέβαια πέρασαν τα χρόνια, οι νερουλάδες άφησαν τα κάρα τους και χρησιμοποίησαν πλέον τις μηχανές, θα τις θυμάστε οι μεγαλύτεροι, αυτές με τις τρεις ρόδες. 

 



Η συμβολή των Λαγκαδιaνών χτιστών στη διαμόρφωση της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής του Μοριά υπήρξε σημαντικότατη. 


    Σύμφωνα με μια άποψη οι Λαγκαδιανοί κατάγονται από τους μαστόρους-εργάτες που στις αρχές του 13ου αιώνα οικοδομούσαν το κάστρο της Άκοβας, υπό την καθοδήγηση των Φράγκων.

      Καλλιέργησαν την τέχνη τους συστηματικά και την κληροδότησαν στους απογόνους τους. Έτσι δημιουργήθηκε με το πέρασμα των αιώνων η μαστορική παράδοση στα Λαγκάδια. 
      Ο λαγκαδιανός χτίστης υπήρξε όμως πάνω από όλα χτίστης από ανάγκη. Η περιοχή των Λαγκαδίων  είναι ορεινή και άγονη, με ελάχιστο καλλιεργήσιμο χώρο, το χωριό είναι χτισμένο σε απότομη βουνοπλαγιά. 
       Όσοι δεν μπορούσαν να ζήσουν από την κτηνοτροφική και γεωργική παραγωγή ήταν υποχρεωμένοι να ζητήσουν τους πόρους για την συντήρηση τους σε κάποια άλλη απασχόληση. Πότε η πλειοψηφία των Λαγκαδινών άρχισε να ασκεί συστηματικά το επάγγελμα του χτίστη, δεν έχει προσδιοριστεί με ακρίβεια. Ο 18ος αιώνας φαίνεται να είναι η περίοδος κατά την οποία η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων στρέφεται οριστικά προς το επάγγελμα του χτίστη.
         Ο  σχηματισμός των Λαγκαδιανών χτιστών ήταν το "μπουλούκι", δηλαδή μικρότερες ή μεγαλύτερες ομάδες από τεχνίτες. Επικεφαλής του μπουλουκιού ήταν ο πρωτομάστορας. Έπαιρνε την πρωτοβουλία για την συγκρότηση της ομάδας, τον τόπο προορισμού του αλλά και την εξεύρεση εργασίας.  Πρωτομάστορας δεν μπορούσε να γίνει οποιοσδήποτε. Έπρεπε να συγκεντρώνει ορισμένα προσόντα. Η ηλικία, η πείρα της δουλειάς, η μακρά θητεία στο επάγγελμα, γενικά η φήμη και το κύρος του, η ικανότητα στις δοσοληψίες, η κοινωνικότητα, η πνευματική του ευστροφία ήταν απαραίτητες προϋποθέσεις.
        Ο πρωτομάστορας βρισκόταν στην κορυφή της ιεραρχίας του μπουλουκιού. Ακολουθούσαν 

  1. οι μαστόροι (τεχνίτες, χτίστες), 
  2. οι τριότες (βοηθοί μαστόρων) και 
  3. τα μαστορόπουλα (μαθητευόμενοι), παιδιά που ακολουθούσαν το μπουλούκι με σκοπό να μάθουν το επάγγελμα του χτίστη. Ήταν συνήθως παιδιά, ανίψια ή άλλοι συγγενείς των ίδιων των μαστόρων αλλά έρχονταν και από άλλα χωριά. Τους τελευταίους τους ονόμαζαν ψυχογιούς.                                                                               
      1.  Συνήθως ένα πλήρες μπουλούκι, ικανό να αναλάβει μεγάλα οικοδομικά έργα,  περιλάμβανε 10-12 μαστόρους, 8-10 μαστορόπουλα και γύρω στα 10-15 ζώα (μουλάρια και γαϊδούρια). Σπάνια τα μέλη του μπουλουκιού υπερέβαιναν τα 25 άτομα.
                Ολα ρυθμιζόταν από τον πρωτομάστορα, ανάλογα με την ειδικότητα που είχε το κάθε μέλος της ομάδας. 
                Τα μαστορόπουλα κουβαλούσαν τις πέτρες, το χώμα και την άμμο. 
                Οι τριότες ήταν κυρίως λασπιτζίδες, έφτιαχναν δηλαδή την λάσπη, σκέτη ή με ασβέστη, και εφοδίαζαν με αυτή τους χτίστες. Επιβλέπανε ακόμα και τα μαστορόπουλα. Γενικά ήταν οι άμεση βοηθοί των μαστόρων. 
                Οι μαστόροι, οι τεχνίτες, ήταν εκείνοι που οικοδομούσαν, που έχτιζαν. Δούλευαν κατά ζεύγη, ένας στην εξωτερική πλευρά του τοίχου και ένας στην εσωτερική. Ο πρώτος, έμπειρος και παλιός χτίστης, ονομαζόταν φατσαδόρος, ο δεύτερος, νέος και άπειρος μεσομάστορης. 
                Υπήρχε επίσης ένας πελεκάνος και ένας νταμαρτζής ή λιθαράς. Ο πελεκάνος λάξευε τα αγκωνάρια, τα υπέρθυρα, τις παραστάδες κλπ. Η δουλειά αυτή απαιτούσε πολύχρονη πείρα της οικοδομικής τέχνης και κάποια καλλιτεχνική ευαισθησία. Γι αυτό η ειδικότητα του πελεκάνου την ασκούσε συνήθως ο πρωτομάστορας.
                Τα εργαλεία  που χρησιμοποιούσαν οι χτίστες στη δουλειά τους ήταν το λοστάρι, η βαριά, ο κασμάς, το χτένι, το ζύγι, τα ράμματα, το πικούνι, το καλέμι, ο ματρακάς, το βελόνι, διάφορα άλλα σφυριά, το μυστρί, το πασέτο, η κορδέλα, τα πηλοφόρια, τενεκέδες με μπαρούτι και φιτίλι, για το σπάσιμο βράχων με φουρνέλα.
                Τρία συνήθως ταξίδια το χρόνο πραγματοποιούσαν οι Λαγκαδιανοί χτίστες. Το μαγιάτικο (μετά το Πάσχα), το αυγουστιάτικο (μετά της Παναγίας) και το φθινοπωρινό ή χειμωνιάτικο (μετά του Αγίου Δημητρίου). Το Πάσχα, τα Χριστούγεννα και της Παναγίας φρόντιζαν να βρίσκονται στο χωριό τους.
                


 

  Τα παλιότερα χρόνια, σε κάθε χωριό, υπήρχε και ένας πρακτικός γιατρός. Δεν είχαν σπουδάσει, δεν είχαν  διπλώματα ούτε πτυχία. Ήταν άνθρωποι απλοί, που είχανε το χάρισμα αλλά και τη θέληση να θεραπεύουν τους άρρωστους, να περιποιούνται τις λαβωματιές, τις πληγές κ.ά . Άξια και ευλογημένα τα χέρια τους.

         Από σπασμένο πόδι ή χέρι μέχρι στραμπούλιγμα και νευροκαβαλίκεμα όλα τα γιατρεύανε.  Άφτρα και χρυσή (ίκτερο), σπυριά  και "ανεμοπύρι" ακόμα και "κακό σπυρί" ...θεός να μας φυλάει!.. πίεση, πόνοι στη μέση, ανορεξία και όλα όσα παιδεύανε  τους ανθρώπους, τα έδιωχναν οι "γιατροί" του παλιού καιρού. Άλλα με τα άξια χέρια τους, άλλα με βοτάνια, αμέτρητα βοτάνια, που είχανε κρεμασμένα στους τοίχους του σπιτιού τους, αλλά και με αλοιφές, με σκόνες και καταπλάσματα.

         Για τα κρυολογήματα είχανε  φασκομηλιά, χαμομήλι, μαντζουράνα κ,ά. Απήγανο, λεμιθόχορτο, γαλαζόπετρα, θειάφι και χίλια δυο άλλα γιατρικά, το καθένα για τη χρήση του. Πολεμούσαν τις αρρώστιες άλλοτε με την πείρα και άλλοτε με τα γιατροσόφια και τις αλοιφές που ξέρανε να φτιάχνουνε. Για την ψώρα βάζανε μια αλοιφή από θειάφι και σκόνη από ατσάλι ή σίδερο. Για το κρυολόγημα παίρνανε στον άρρωστο βεντούζες. Για την ψύξη βάζανε καταπλάσματα από σιναπόσπορο. Και αμέτρητες άλλες συνταγές για χίλιες δύο αρρώστιες.
         Συνήθως δεν παίρνανε αμοιβή από όσους θεραπεύανε. Έπαιρναν δώρα όμως δεν μπορούσανε να τα αρνηθούν.   Η φήμη τους απλωνόταν σε όλα τα γύρω χωριά. Για την πείρα και τα γιατροσόφια τους όλοι τους εκτιμούσανε και τους αγαπούσαν. 
         
         Το ξεμάτιασμα
         Ήτανε παραδεχτό πως μπορούσε κάποιος με κατάλληλη προσευχή και "μυστικά λόγια" να ελευθερώσει αυτόν που "χτυπήθηκε" από "κακό μάτι". Μπορούσε δηλαδή, να ξεματιάσει τον ματιασμένο. Την κακή επίδραση που έχει η  θαυμαστική ή ζηλόφθονη ματιά κάποιου πάνω σε ένα άλλο άτομο, την καταλάβαινε η "ξεματιάστρα" από ορισμένα σημάδια. Τα σημάδια αυτά ήταν ζάλη, απώλεια δυνάμεων, πολλά χασμουρητά, τάση για ύπνο, βαριά κουρασμένα βλέφαρα, άτονο βλέμμα κ.α. Με κατάλληλα ευχολόγια και "σταυρώματα" η ξεματιάστρα ή ο ξεματιαστής έδιωχνε το μάτιασμα και θεράπευε τον ματιασμένο.
      Πίστευαν πως όποιος είχε κρεμασμένο θαλασσόματο πάνω του, δεν τον έπιανε το μάτι.
 

ΒΑΡΕΛΑΣ


         Ήταν ένας τεχνίτης, ειδικός στη κατασκευή βαρελιών τα οποία κατασκεύαζαν από ξύλο καστανιάς ή δρυός. Περνούσαν το ξύλο από ειδική επεξεργασία και μετά το έκοβαν σε λεπτές σανίδες τις οποίες τις έβρεχαν για να μπορούν να τους δώσουν τη κατάλληλη κλίση. Στη συνέχεια περνούσαν τα στεφάνια, τα χτυπούσαν με το ματσακόνι για να σφίξουν καλά και μετά τοποθετούσαν τους δύο πυθμένες. 
        Στο πάνω μέρος του βαρελιού υπήρχε ένα άνοιγμα με καπάκι, απ' όπου έριχναν μέσα το περιεχόμενό του. Στο κάτω μέρος, λίγο επάνω απ' τη βάση του, ή στο καπάκι υπήρχε μια ξύλινη κάνουλα απ'  όπου άδειαζαν το κρασί, το λάδι, κ.ά. 
          Πριν χρησιμοποιήσουν το βαρέλι, το ξεσκόνιζαν, το έπλεναν κι έπειτα το απολύμαιναν καίγοντας θειάφι.
          Εκτός από βαρέλια κατασκεύαζαν κι άλλα είδη από ξύλο, όπως: Ξύλινες κανάτες, τσότρες, παγούρια, βαρέλες  μεταφοράς νερού, κ.ά. Τα σπουδαιότερα εργαλεία που χρησιμοποιούσε ο βαρελάς ήταν: το πριόνι, το τρυπάνι, η ταλιαδούρα, η πένσα, κ.ά.
  


Αλετράς

Ο Αλετράς κατασκεύαζε ξύλινα ή σιδερένια  άροτρα για το όργωμα των χωραφιών. Τα ξύλα που χρησιμοποιούσε συνήθως ήταν Πλατάνια.





ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ........

Δεν υπάρχουν σχόλια: