Τρίτη 28 Απριλίου 2015

AΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΤΟΠΟΙ ΤΗΣ ΓΟΡΤΥΝΙΑΣ

Aρχαιολογικοί  τόποι της Γορτυνίας


Ναός της Αφροδίτης Ερυκίνης 

Πάνω σε  πλαγιά του Αφροδεισίου όρους, σε απόσταση 4 χιλ. από την Κοντοβάζαινα και δίπλα από το δρόμο που τη συνδέει με το Νέο Πάος του Νομού Αχαϊας, σώζεται τα ερείπια του αρχαίου ιερού της Αφροδίτης Ερυκίνης. 
Κατά την αρχαιότητα το ιερό αυτό υπήρξε σημαντικό κέντρο λατρείας όπως και μαντείο της περιοχής.
Το ναό ανέσκαψε η αρχαιολόγος Χρ. Καρδαρά και έφερε στο φώς το τελεστήριο,  ένα τμήμα θεμελίωσης μεγάλων διαστάσεων ναού, εντός του σηκού θεμελίωση μικρότερου μεταγενέστερου ναού, Ιεροφυλάκιο ή θησαυρό σε μονόλιθο, όπως και σύστημα μεταφοράς νερού για ομαδικά λουτρά.
Θεωρείται ότι ο ναός υπήρξε κατά την αρχαιότητα σημαντικό λατρευτικό κέντρο για ολόκληρη την περιοχή.
  

 


Αρχαία Υψούς - η Στεμνίτσα

Η Στεμνίτσα βρίσκεται σε μια πλαγιά του ελατοσκέπαστου όρους Υψούς (Κλινίτσα). Στη θέση της  βρισκόταν κατά την αρχαιότητα η αρχαία πόλη Υψούς





Αρχαία Γόρτυνα
Η Αρχαία Γόρτυς υπήρξε μια σημαντική αρκαδική πόλη κατά την αρχαιότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία την αρχαία πόλη έκτισε ο Γόρτυς, γιος τoυ Στυμφήλoυ και δισέγγονος του βασιλιά Αρκάδα. Από τον ιδρυτή της πήραν τo όνoμά τoυς η πόλη και o Λoύσιoς πoταμός, ο οποίος από την αρχαία Γόρτυνα μέχρι τη συμβολή του στoν Αλφειό oνoμάζεται Γoρτύνιoς πoταμός. Η αρχαία πόλη ήταν χτισμένη ακριβώς δίπλα από το Λούσιο, σε υψόμετρo πoυ ξεκινάει από 340 μ. Η πόλη είχε ιερό του Ασκληπιού, μεγάλα ιαματικά λουτρά (και τα δύο φημισμένα σε όλη την Πελοπόννησο), δύο ισχυρές οχυρωματικές περιβόλους (ακροπόλεις), άλλα ιερά και δημόσια κτίρια. Η λουτροθεραπεία ήταν και εδώ άμεσα συνδεδεμένη με την λατρεία του Ασκληπιού. Οι ακρoπόλεις της χρονολογούνται από τον 4ο π.Χ. αι. και είχαν μεγάλη και ισχυρή περιτείχιση. Βρίσκονταν η μια κοντά στην άλλη, σε υψόμετρο που φτάνει τα 480 μ., νότια τoυ ναoύ τoυ Ασκληπιoύ και των ιαματικών λoυτρών. Η κυριότερη είχε μήκoς 425 μ. περίπoυ και πλάτoς 100 - 160 μ. και τρεις πύλες.

Τα αρχαιoλoγικά ευρήματα από την περιοχή χρoνoλoγούνται από τα Γεωμετρικά χρόνια μέχρι και τη Βυζαντινή περίοδο και καταδεικνύουν μια σημαντική πoλιτιστική δραστηριότητα σε μια μεγάλη χρoνική περίοδο, κύρια όμως στην Κλασική και στην Ελληνιστική εποχή. Η σημαντικότερη περίοδος της ακμής της αρχαίας πόλης εντοπίζεται στον 4ο π.Χ. αιώνα. Επίσης, οι ανασκαφές έδειξαν ότι η πόλη καταστράφηκε τον 2ο μ.Χ. αιώνα. Από την Γόρτυνα περνούσε ο αρχαίος δρόμος Ολυμπίας - Μεγαλoπόλεως -Μυκηνών - Iσθμoύ - Αθηνών που οδηγούσε στην αρχαία Ολυμπία. Από εδώ περνούσαν και οι Σπαρτιάτες αθλητές που κατευθύνονταν στην Ολυμπία για τους Ολυμπιακούς αγώνες.

Μέχρι σήμερα δεν έχει καταστεί δυνατό να πρoσδιoριστoύν οι χρoνoλoγίες ίδρυσης, ακμής και παρακμής της Γόρτυνος. Αυτό οφείλεται αφ' ενός στις ελάχιστες γραπτές μαρτυρίες και αναφoρές της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, αλλά και στα λιγoστά αρχαιoλoγικά ευρήματα των ανασκαφών. Ως εκ τούτου, oι απόψεις των ερευνητών πάνω στο θέμα αυτό διίστανται. Πάντως τα υπάρχοντα στοιχεία δείχνουν ότι πρόκειται για αρχαιότατη πόλη με μακραίωνη και σημαντική πoρεία στην αρχαιότητα. Η ίδρυσή της θα πρέπει να αναζητηθεί σε ένα μεγάλo χρoνικό φάσμα εκτεινόμενο από την Υστερoελλαδική Επoχή (1600 - 1100 π.Χ.), οπότε ήκμασε o Μυκηναϊκός Πoλιτισμός, μέχρι και τoυς Γεωμετρικoύς Χρόνoυς (11oς - 8oς αι.π.Χ.). Η ακμή της τοποθετείται στην Αρχαϊκή Περίoδo (8oς - αρχές 5oυ αι. π.Χ.), στην Κλασική Επoχή (478 - 323 π.Χ.), μέχρι και στην Ελληνιστική Επoχή (323 π.Χ. - 30 μ.Χ.).

Η ιστορική εξέλιξη της πόλης είναι συνυφασμένη με την ιστoρία της ευρύτερης περιoχής της, η οποία περιλαμβάνει κρίσιμες φάσεις και ανακατατάξεις όπως η συμμετoχή των αρχαίων Αρκαδικών πόλεων της περιoχής της σημερινής Γoρτυνίας στoν Τρωικό πόλεμo, η εξάπλωση των Δωριαίων στην Πελoπόννησo (11oς - 10oς αι.π.Χ.), ο πρώτος και δεύτερος απoικισμός (11oς - 8oς & 8ος - 6ος αι. π.Χ.) πoυ υπoχρέωσε τoυς Αρκάδες να μεταναστεύσουν σε μακρινές περιοχές, η ίδρυση της Μεγαλόπoλης (368 π.Χ.), η Ρωμαϊκή κατάκτηση, και τέλoς τα γεγονότα της βυζαντινής περιόδου.

Σύμφωνα με αρκετούς ερευνητές πάντως, η Γόρτυς ιδρύθηκε στo δεύτερo μισό της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. Αυτό μάλιστα προκύπτει από το συσχετισμό της με την αρχαία Γόρτυνα της Κρήτης, που βρίσκεται νοτιοδυτικά της πόλης του Ηρακλείου, στην πεδιάδα της Μεσαράς. Η πόλη αυτή φέρεται ότι ιδρύθηκε από κατοίκους της πρώτης, σύμφωνα με γραπτές μαρτυρίες. Ο Όμηρoς (8oς αι. π.Χ.) αναφέρει ότι η Γόρτυνα της Κρήτης ήταν μια περιτειχισμένη πόλη, ("...Γόρτυνά τε τειχιόεσσαν...", Iλιάδα Β 646), ενώ αργότερα o Πλάτων (428/7 - 347 π.Χ.) αναφέρει ότι η Γόρτυνα της Κρήτης είναι απoικία της Πελoπoννησιακής:

"...εκ Γόρτυνος γάρ τυγχάνει απωκηκός ταύτης της Πελοποννησιακής..."

Στο γεγονός αυτό συναινούν και τα σημαντικά αρχαιoλoγικά ευρήματα της Γόρτυνoς Κρήτης, ειδικότερα λείψανα αρχαίων τειχών τα oπoία χρoνoλoγήθηκαν στις αρχές της πρώτης χιλιετίας.

Μεγάλη ακμή γνώρισε η αρχαία Γόρτυς στην Κλασική και την Ελληνιστική περίοδο. Ο ναός τoυ Ασκληπιoύ ήταν περίλαμπρoς και φημισμένoς, όπως και τα ιαματικά λουτρά. Σημαντική πηγή πληροφοριών για την αρχαία πόλη αποτελεί η περιγραφή του περιηγητή Παυσανία πoυ την επισκέφτηκε περίπoυ τo 174 μ.Χ., την oπoία και κατέγραψε στα "Αρκαδικά". Ο Παυσανίας βρήκε τότε την πόλη σαν παρηκμασμένη κώμη. Ο αρχαίος περιηγητής αναφέρει ότι στην πόλη υπήρχε ναός τoυ Ασκληπιoύ που τον στόλιζαν λατρευτικά αγάλματα τoυ Ασκληπιoύ και της Υγείας, κατασκευασμένα από πεντελικό μάρμαρo, έργα τoυ Παριανoύ γλύπτη Σκόπα. Αναφέρει επίσης ότι όταν κατέβηκε ο Μέγας Αλέξανδρος στην Πελοπόννησο, πέρασε από τη Γόρτυνα για να προσκυνήσει, αφιερώνοντας την πανοπλία και το δόρυ του στο ναό. Μάλιστα, επί των ημερών τoυ σωζόταν o θώρακας και η αιχμή τoυ δόρατoς. Γενικά οι μαρτυρίες και η αρχαιολογική έρευνα συναινούν ότι στα χρόνια της ακμής της η αρχαία Γόρτυς θα πρέπει να ήταν μια ιδιαίτερα σημαντική και ζωντανή πόλη, με έντονη συμμετοχή στα αρκαδικά πράγματα.

Το 368 π.Χ., έτος ίδρυσης της Μεγάλης Πόλεως, αποτέλεσε κρίσιμη καμπή για την ιστορική πορεία της Γόρτυνος, αφού όπως και οι γειτoνικές πόλεις, αναγκάστηκε και αυτή να συνoικιστεί μαζί της, χάνοντας την αυτοτέλειά της και ένα σημαντικό μέρoς τoυ πληθυσμού της. Έτσι, όταν την επισκέφθηκε o Παυσανίας ήταν πλέον παρηκμασμένη κώμη και ανήκε στη Μεγαλόπoλη. Πάντως έστω και σε παρακμή, η πόλη εξακολουθούσε να ζει όλο αυτό το διάστημα, δηλαδή επί 540 έτη (368 π.Χ. - 176 μ.Χ.). Στηριζόμενοι στη διαπίστωση αυτή πολλοί ερευνητές θεωρούν ότι η πόλη θα πρέπει τελικά να εγκαταλείφθηκε και να ερήμωσε μέσα στα πρώτα Βυζαντινά χρόνια, αφού κρίνεται απίθανο να εγκαταλείφθηκε αμέσως μετά τoν Παυσανία.
 

 

 

από https://www.youtube.com/channel/UCAFaGgbLUeYyxt7a8Pbpb1Q



Αρχαία Θεισόα
Δία, μεσαιωνικό ναίδριο της Παναγίας), θα τα βρούμε περνώντας μέσα από την πυκνή ορεινή βλάστηση των λόφων ΝΑ της Καρκαλούς, στην θέση Παλιοκατούνα. 

Αρχαία Θεισόα - Καρκαλού - Αρκαδία


Αρχαία Κώμη - Αρχαία Θαλιάδα
Βγαίνοντας από την Βάχλια, στον δρόμο για Δήμητρα, (αριστερά από το εκκλησάκι του Αϊθαράπη), σε μικρό ύψωμα σώζονται λείψανα αρχαίας κώμης. Πιστεύεται ότι πρόκειται για τις Αρχαίες Θαλιάδες που αναφέρει και ο Παυσανίας στα Αρκαδικά του. 
Αρχαία Κώμη Θαλιάδα - Βάχλια - Αρκαδία


Αρχαία Ηραία

Η θέση της αρχαίας Ηραίας τοποθετείται μεταξύ των χωριών Άγιος Ιωάννης και των Λουτρών Ηραίας, γνωστών για τα ομώνυμα ιαματικά λουτρά.

Η Ηραιάτιδα χώρα ήταν μια από τις δεκατρείς περιοχές της Αρκαδίας που υπήρχαν κατά την εποχή του Παυσανία: Ηραιάτις, ΘελπουσίαΚαφυάτις,ΚλειτορίαΚυναιθίαΜαντιανική,ΜεγαλοπολίτιςΟρχομενίαΣτυμφαλία,Τεγεάτις, Μενεάτις, Φιγαλική και Ψωφίς.

Η Ηραία υπήρξε στην αρχαιότητα πρωτεύουσα του κράτους των Ηραιατών, μία από τις σημαντικότερες της Αρκαδίας. Λόγω της θέσης της αποτελούσε σημαντικό κόμβο επικοινωνίας στην ευρύτερη περιοχή, γεγονός που συνέβαλε στην ακμή της. Οικιστής της ήταν ο Ηραιεύς, γιος του Λυκάονα, του βασιλέα τηςΛυκόσουρας, της πρώτης αρκαδικής πόλης [«Ηραιεύσε δε οικιστής μεν γέγονεν Ηραιεύς, ο Λυκάονος, κείτε δε η πόλις εν δεξιά του Αλφειού» (Παυς. Η’ 26,1)]. Οι κάτοικοί της λάτρευαν τον θεό Διόνυσο. Ίχνη της αρχαίας πόλης διατηρούνται σήμερα στην περιοχή του οικισμού Αγίου Ιωάννη και στη θέση Ανεμοδούρι. Κατά μια εκδοχή η κτίση της σχετίζεται με την εξάπλωση της λατρείας της θεάς Ήρας στο Άργος τον 7ο αιώνα π.Χ, κατά την εποχή του Φείδωνος. Εκεί είχε ανεγερθεί ένας αξιόλογος ναός προς τιμήν της θεάς.
Η Αρχαία Ηραία με το πέρασμα του χρόνου ισχυροποιήθηκε και επιβλήθηκε στις κοντινές της κώμες. Εννέα συνολικά συνοικισμοί στην καταπράσινη και εύφορη κοιλάδα του Αλφειού και στις πλαγιές των δεξιά και αριστερά της βουνών αποτέλεσαν το κράτος της. Τον 7ο και 6ο π.Χ η πόλη απέκτησε μεγάλο πλούτο και δύναμη ώστε κατέστη επί μακρόν το κέντρο της Αρκαδικής Ομοσπονδίας (Κοινόν των Αρκάδων). Το 572 π.Χ., εποχή του Σόλωνος, συνήψε εκατονταετή συνθήκη ειρήνης με τους Ηλείους, η οποία ενίσχυσε τη δύναμή της. Μάλιστα, εκεί κόπηκαν το 550 π.Χ. τα πρώτα νομίσματα των Αρκάδων. Το πρώτο νόμισμα ήταν αργυρούν τριώβολο, με κεφαλή της θεάς Ήρας στην μια όψη, στη δε άλλη, την επιγραφή ERA.

Η αρχαία πόλη συνδεόταν επίσης με την Αρχαία Αλίφειρα με μια αξιόλογη γέφυρα επί του Αλφειού, την οποία κατασκεύασαν οι Αιτωλοί και Ηλείοι και αργότερα (218 π.Χ.) επισκεύασε ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος Ε’ προερχόμενος από την Ολυμπία. Στην ίδια θέση (Αναζήρι – Σέκουλα) βρίσκεται η σημερινή γέφυρα του Αλφειού.

Μετά τη διάλυση της Αρκαδικής Ομοσπονδίας τον 6ο αιώνα π.Χ., η πόλη συνδέθηκε πολιτικά με τη Σπάρτη. Για τον λόγο αυτόν οι Αρκάδες την πυρπόλησαν το 369 π.Χ. Το 240 π.Χ. η Ηραία έγινε μέλος της Αχαϊκής Συμπολιτείας και έκτοτε περιέπεσε στην αφάνεια.

Ο περιηγητής Παυσανίας στο πέρασμά του από την περιοχή κατά το 176 μ.Χ δίνει μια εικόνα της ακμής της αρχαίας πόλης (Παυς. Η 26,1-2). Σύμφωνα με τα αρχαία κείμενα η Αρχαία Ηραία ήταν μια αξιόλογη πόλη με αγορά, λουτρά και μεγάλους δρόμους περιστοιχισμένους με δενδροστοιχίες με δάφνες και μυρσίνες. Υπήρχαν επίσης εγκαταστάσεις για περιπάτους στις όχθες του Αλφειού. Εκεί γυμνάζονταν οι αθλητές που εκπροσώπησαν την Ηραία στους Ολυμπιακούς αγώνες.

Σύμφωνα και με τον Παυσανία ο πρώτος Ηραιάτης ολυμπιονίκης Δαμάρετος, που πρώτευσε στο αγώνισμα του οπλιτοδρόμου (65η και 66η Ολυμπιάδα, το 520 και 514 π.Χ.). Ο Δαμάρετος τιμήθηκε στην Ολυμπία με ανδριάντα τον οποίο φιλοτέχνησε ο γλύπτης Εκτελίδης ο Αργείος[«Ασπίδα έχον και κράνος επί τη κεφαλή και κνημίδα επί τοις ποσίν» (Παυς. Ηλειακά Β’)]. Το παράδειγμα του αθλητή ακολούθησαν και άλλοι ολυμπιονίκες από την πόλη, όπως ο γιος του Θεόπομπος, ο Θεοφάνης, ο Αλεξίβος, ο Ενατίων, ο Νικόστρατος, ο Λυκίνος, ο Εικάσιος και άλλοι.


Αρχαία Θέλπουσα
Η αρχαία πόλη Θέλπουσα βρισκόταν στην αριστερή όχθη του κάτω ρου του Λάδωνα, στα βορειοδυτικά του σχεδόν εγκαταλειμμένου σήμερα χωριού Βάναινα, αρκετά δυτικότερα της σημερινής κωμόπολης Τρόπαια και του χωριού Βυζίκι. 

Στις επιγραφές αναφέρεται ως Θέλφουσα και Τέλφουσα. Λένε πως πήρε το όνομά της από τη νύμφη Θέλπουσα, κόρη του Λάδωνα. 
Η περιοχή της αρχαίας Θέλπουσας ήταν σχετικά εκτεταμένη.  Βόρειο όριο της ήταν το τμήμα του Λάδωνα στην Κλειτορία, βορειοδυτικό η Ψωφίδα, δυτικό ο Ερύμανθος, νότιο ο ποταμός Τουθόα, ενώ το νοτιοανατολικό όριο της είναι άγνωστο. Η θέση της πόλης έχει σήμερα εντοπιστεί με βάση τη περιγραφή του Παυσανία και έχει επιβεβαιωθεί και επιγραφικά. Υπάρχουν λείψανα του οχυρωματικού περιβόλου της Θέλπουσας ενώ παλαιότεροι περιηγητές περιέγραφαν σπονδύλους κιόνων και θεμέλια οικοδομημάτων κοντά στο Λάδωνα. Επίσης διατηρούνται και λείψανα μιας δεξαμενής για νερό και ερείπια πλινθόκτιστου οικοδομήματος ρωμαϊκών χρόνων. Την εποχή που την επισκέφτηκε ο Παυσανίας (170 μ.Χ) ήταν σχεδόν έρημη και μισοεγκαταλειμένη. 

Παρ’όλα αυτά άργησε να γνωρίσει την πλήρη ερήμωση. Στην περιοχή της βρέθηκε κομμάτι του λεγόμενου «αγορανομικού διατάγματος» του Διοκλητιανού που σκόπευε να προφυλάξει τον πληθυσμό από τις κερδοσκοπικές ανατιμήσεις των ειδών, μετά τη νομισματική μεταρρύθμιση του296 μ.Χ. η οποία είχε ελαττώσει το βάρος και επομένως την αξία του μετάλλου που χρησιμοποιούνταν για το νόμισμα. Το διάταγμα αυτό εξεδόθη από τον Διοκλητιανό το 301 μ.Χ. Επομένως ο πληθυσμός της Θέλπουσας στην αρχή του 4ου αιώνα π.Χ. ήταν ακόμα αξιόλογος.

Μέσα στα όρια της υπήρχαν αρκετά ιερά. Ένα από τα πιο γνωστά ήταν της ελευσίνιας Δήμητρας. Ο Leake το αναγνώριζε στη δεξιά όχθη του Λάδωνα, κοντά στη γέφυρα του χωριού Σπάθαρι. Μέσα σε αυτό το ιερό, σύμφωνα με τον Παυσανία, υπήρχαν τα λίθινα αγάλματα της Δήμητρας, της Κόρης της και του Διονύσου. Στη περιοχή του Ογκείου που παρουσιάζεται από τον Παυσανία ως τμήμα της Θέλπουσας υπήρχε το ιερό της ερινύος ή λούσιας Δήμητρας. Ήταν τοπική θεά του κάτω κόσμου και ιππόμορφη. Οι Θελπούσιοι της έδωσαν δύο ονόματα γιατί σύμφωνα με το μύθο όταν η Δήμητρα περιπλανώνταν αναζητώντας τη κόρη της, την ακολούθησε ο Ποσειδώνας και μεταμορφωμένος συνευρέθηκε μαζί της. 

Η Δήμητρα αγανάκτησε με το συμβάν (ερινύς) ενώ αργότερα αφού της πέρασε η οργή, θέλησε να λουστεί στον Λάδωνα (λουσία). Στην ίδια περιοχή υπήρχε ναός και του ογκαιάτου Απόλλωνος και στην απέναντι δεξιά όχθη ιερό του Ασκληπιού παιδός, με το μνήμα της τροφού του Τρυγόνος. Ο Παυσανίας είδε έναν ναό του Ασκληπιού, τον οποίο ο Curtious τοποθέτησε στο παρεκκλήσιο του Αγίου Ιωάννη και ένα ιερό των δώδεκα θεών, το οποίο είχε σχεδόν καταρρεύσει επί των ημερών του.

Για την ιστορία της πόλης υπάρχουν ελάχιστες μαρτυρίες. Φαίνεται ότι ήταν ανεξάρτητη και διαδραμάτισε παρόμοιο ρόλο με κείνο των υπόλοιπων αρκαδικών πόλεων. Στις αφηγήσεις των πολεμικών γεγονότων αναφέρεται περιστασιακά, γιατί ο δρόμος από τη Ψωφίδα στην Ηραία, η δυτικότερη από το Βορρά προς το Νότο σύνδεση της Αρκαδίας, περνούσε από τη περιοχή της. Ο Διόδωρος αναφέρει μια νίκη των Θελπουσίων κατά των Λακεδαιμονίων στα 352 π.Χ., η οποία συσχετίζεται με ένα ενεπίγραφο βάθρο, που διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση, ενός τιμητικού μνημείου των Θελπουσίων στημένο κοντά στη πόλη τους. Οι τιμώμενοι Θελπούσιοι νεκροί νίκησαν και σκότωσαν πολλούς εχθρούς που είχαν πατήσει νύχτα τα τείχη της πόλης τους και ανάγκασαν τους επιτιθέμενους να εγκαταλείψουν τη Θέλπουσα. 

Στο τέλος του 3ου αι. και στο πρώτο μισό του 2ου αι. η Θέλπουσα ήταν μέλος της αχαϊκής συμπολιτείας σύμφωνα με τα νομίσματά της που είχαν την επιγραφή «αχαιών θελπουσίων». Στην αχαϊκή συμμαχία εισήλθε είτε ταυτόχρονα με τη Μεγαλόπολη (235 π.Χ) είτε λίγα χρόνια νωρίτερα. Την ίδια εποχή ο τίτλος του δελφικού προξένου είχε απονεμηθεί πολλές σε Θελπουσίους, ενώ την πόλη είχαν επισκεφθεί ξένες αντιπροσωπείες. Ένας Θελπούσιος ήταν μαθητής του Αρκεσιλάου. Τα πρώτα νομίσματα χρονολογούνται τον 3ο αι.π.Χ. και τα τελευταία τον 3ο αι.μ.Χ. Τον 4ο αι. η πόλη έκοψε νομίσματα με παραστάσεις της Δήμητρας και του γιου της από τον Ποσειδώνα, του αλόγου Αρείονα. Τέλος, η Θέλπουσα συγκαταλέγεται στις λίγες αρκαδικές πόλεις, που αναφέρει ο «Συνέκδημος» του Ιεροκλέους. Αναφορά στην ονομασία της απαντά και τον 7ο αι.μ.Χ.
thelpousa 

Αρκαδία -Βάναινα - Αρχαία Θέλπουσα Αρκαδία -Βάναινα - Αγιάννης

Αρκαδία -Βάναινα - Αγιάννης Αρκαδία -Βάναινα - Αγιάννης


Ιερό Δήμητρας Ελευσίνιας
Κοντά στο χωριό Δήμητρα της Γορτυνίας βρίσκεται το αρχαίο ιερό της Δήμητρας της Ελευσίνιας. Στην εποχή του Παυσανία βρισκόταν σε καλή κατάσταση, αλλά ακόμη και σήμερα σώζονται κάποια μέλη από το ιερό.


Μυκηναϊκό Νεκροταφείο Παλαιοκάστρου
Σε μικρό λόφο κοντά στο χωριό Παλαιόκαστρο Γορτυνίας, αποκαλύφθηκε τυχαία μεγάλο και σημαντικό νεκροταφείο της μυκηναϊκής περιόδου. Αρχικά το 1955 ανεσκάφησαν δύο μυκηναϊκοί τάφοι.   Οι ανασκαφές ξανάρχισαν το 1979 από τον ΄Εφορο Αρχαιοτήτων  Θ. Σπυρόπουλο και διήρκεσαν 12 έτη.
Οι ανασκαφές έφεραν στο φως περίπου 100 λαξευτούς τάφους διαφόρων τύπων (θολωτοί, θαλαμωτοί, φρεατοειδείς, λακκοειδείς και κιβωτόσχημοι). Αποκαλύφτηκε επίσης, και μία κατασκευή λατρευτικού και τελετουργικού σκοπού η οποία θεωρείται  ότι χρησίμευε σαν Νεκρομαντείο των ύστερων μυκηναϊκών χρόνων. Το νεκρομαντείο αυτό θεωρείται σαν το αρχαιότερο και μοναδικό μυκηναϊκό Νεκρομαντείο της αρχαίας Ελλάδας. Τα πλούσια ευρήματα του νεκροταφείου εκτίθενται στο Μουσείο Τριπόλεως.





Δεν υπάρχουν σχόλια: