Το βιβλίο του Θοδωρή Νίτσου
Ο Μ Ο Ρ Φ Α Χ Ρ Ο Ν Ι Α
αληθινές ιστορίες
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
«Από τα Τρόπαια μέσα»
«... Βαγγέλης, είπες; Και από πού ’σαι, ρε λεβέντη;»
ρώτησε ο Αθηναίος ταξιτζής τον νεαρό επαρχιώτη.
«Κάτω απ’ τ’ αυλάκι», απάντησε αυτός
«Δηλαδή;» επέμενε ο ταξιτζής.
«Από Αρκαδία, Τρίπολη».
«Από μέσα;»
«Όχι. Κάτω, προς Βυτίνα».
«Μέσα;»
«Πιο κάτω, Λαγκάδια...»
«Μέσα;»
«Όχι. Από ένα χωριό, τα Τρόπαια, τα ξέρεις;»
«Μέσα;» «Ναι».
«Ποιανού ’σαι, ρε;»
«Του Γιώργη του Κλουκίνα».
«Του Σαμαρά;»
«Ναι, τον ξέρεις;»
«Ε, άντε χάσου, μ’ έπρηξες! Ο Γκρίτζιαλης από τη Δίβριτσα είμαι κι έμενα σπίτι σας όταν πήγαινα στο Γυμνάσιο!»
Γεννήθηκα λοιπόν στην αρχή της δεκαετίας του 1960 στα Τρόπαια μέσα, δίπλα στο τζάκι, στο χειμωνιάτικο, στο κρεβάτι των γονιών μου, έναν παλιό σουμιέ με ψηλά κάγκελα στο πάνω μέρος και κοντύτερα στο κάτω. Οι καιροί δεν ήταν εύκολοι. Βρισκόμαστε λίγα μόλις χρόνια μετά τη λήξη του Εμφυλίου και η Ελλάδα προσπαθούσε να επουλώσει τις πληγές της. Η τεχνολογία δεν είχε ακόμα εξαπλωθεί. Ψυγεία δεν υπήρχαν, φυσικά, και τα τρόφιμα τα βάζαμε στο «φανάρι», το ηλεκτρικό μόλις είχε έρθει, το τηλέφωνο στα σπίτια ήταν ανύπαρκτο, σπάνιο και το ραδιόφωνο με τις λυχνίες, που έπιανε μεσαία και βραχέα κύματα. Τα παιδιά γεννιόντουσαν ακόμα στο σπίτι κι αμέσως η μαμή τα τύλιγε με τη φασκιά, συνήθεια χιλιάδων χρόνων που καταργήθηκε στις μέρες μας. Τα χωράφια τα όργωναν με αλέτρια, τα θέριζαν με δρεπάνια και αλώνιζαν με ζώα στα πέτρινα αλώνια. Οι κοντινές μεταφορές γίνονταν κυρίως με τα ζώα. Πρέπει να υπήρχαν στο χωριό πάνω από 200 άλογα, φοράδες, γαϊδούρια, μουλάρια. Χαρακτηριστικές ήταν οι φράσεις «Φέρε μου δυο φορτώματα ξύλα» ή «Έχω ένα χωραφάκι δυο ημερών ζευγάρι». Μέχρι και μια νύφη από την Κατσουλιά θυμάμαι να περνάει με τα προικιά της πάνω σε 40 και πλέον ζώα πηγαίνοντας στο Βυζίκι. Τα περισσότερα σπίτια είχαν κοτέτσια, πολλά έθρεφαν γουρούνια, πολλοί χωριανοί είχαν πρόβατα και γίδια.
Η ζωή λοιπόν ήταν δύσκολη, ιδίως για τα παιδιά των αγροτικών οικογενειών, που λίγος χρόνος τους έμενε για παιχνίδι, όμως δεν υπήρχαν μεγάλες ανισότητες και τα παιδιά είναι πάντα παιδιά, δεν χρειάζονται παρά μια κουμούτσα ψωμί με λάδι και αλάτι, καλή παρέα και μια αλάνα ή μια αυλή για να τη γεμίσουν με τις χαρούμενες φωνές τους. Κι αυτό το χωριό, που εμείς το θεωρούμε το πιο όμορφο του κόσμου, γιατί είναι το λίκνο μας, ο τόπος που γεννηθήκαμε, παίξαμε όλοι μαζί στις γειτονιές, εκεί πήγαμε σχολείο και μάθαμε γράμματα, κάναμε φίλους, νιώσαμε τα πρώτα καρδιοχτύπια, είναι φυσικό να το έχουμε στην καρδιά μας και να νοιαζόμαστε για τη μοίρα του. Η κάθε εποχή και το κάθε μέρος έχει τις δικές του αναφορές και τις δικές του ιδιαιτερότητες. Ο καθένας μας κουβαλάει τις μνήμες από τον τόπο του, και ιδίως τις μνήμες που είχε σαν παιδί. Έτσι, αυτά που αποτελούσαν τότε την πεζή μας καθημερινότητα, σήμερα η χρονική απόσταση τους έχει προσδώσει μαγεία κι έγιναν πολύτιμες μνήμες, που τα αναπολούμε με νοσταλγία κι αγάπη.
Τα μικρά κείμενα που αποτελούν αυτό το βιβλίο γράφτηκαν μέσ’ από την ψυχή μου, με σκοπό θα θυμίσουν στους παλιούς αυτές τις μνήμες και να δώσουν στους νέους μια ιδέα για το πώς ζούσαν τότε οι πατεράδες και οι μανάδες τους. Από τους νέους δεν έχουμε την απαίτηση να ταυτιστούν με τη δική μας εμπειρία, αλλά θα θέλαμε να τους μεταδώσουμε λίγη από την αγάπη για το χωριό των γονιών τους και την ευκαιρία να το αγαπήσουν κι αυτοί, και μέσα από τις εμπειρίες τους να δημιουργήσουν τις δικές τους κοινές μνήμες.
Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να θυμηθούμε τα παλιά, να νιώσουμε για λίγο παιδιά. Και, πού ξέρεις, μπορεί οι κοινές αναμνήσεις να μας φέρουν πιο κοντά και να μας κάνουν πιο τρυφερούς, πιο γενναιόδωρους και λιγότερο μίζερους.
«Από τα Τρόπαια μέσα»
«... Βαγγέλης, είπες; Και από πού ’σαι, ρε λεβέντη;»
ρώτησε ο Αθηναίος ταξιτζής τον νεαρό επαρχιώτη.
«Κάτω απ’ τ’ αυλάκι», απάντησε αυτός
«Δηλαδή;» επέμενε ο ταξιτζής.
«Από Αρκαδία, Τρίπολη».
«Από μέσα;»
«Όχι. Κάτω, προς Βυτίνα».
«Μέσα;»
«Πιο κάτω, Λαγκάδια...»
«Μέσα;»
«Όχι. Από ένα χωριό, τα Τρόπαια, τα ξέρεις;»
«Μέσα;» «Ναι».
«Ποιανού ’σαι, ρε;»
«Του Γιώργη του Κλουκίνα».
«Του Σαμαρά;»
«Ναι, τον ξέρεις;»
«Ε, άντε χάσου, μ’ έπρηξες! Ο Γκρίτζιαλης από τη Δίβριτσα είμαι κι έμενα σπίτι σας όταν πήγαινα στο Γυμνάσιο!»
Γεννήθηκα λοιπόν στην αρχή της δεκαετίας του 1960 στα Τρόπαια μέσα, δίπλα στο τζάκι, στο χειμωνιάτικο, στο κρεβάτι των γονιών μου, έναν παλιό σουμιέ με ψηλά κάγκελα στο πάνω μέρος και κοντύτερα στο κάτω. Οι καιροί δεν ήταν εύκολοι. Βρισκόμαστε λίγα μόλις χρόνια μετά τη λήξη του Εμφυλίου και η Ελλάδα προσπαθούσε να επουλώσει τις πληγές της. Η τεχνολογία δεν είχε ακόμα εξαπλωθεί. Ψυγεία δεν υπήρχαν, φυσικά, και τα τρόφιμα τα βάζαμε στο «φανάρι», το ηλεκτρικό μόλις είχε έρθει, το τηλέφωνο στα σπίτια ήταν ανύπαρκτο, σπάνιο και το ραδιόφωνο με τις λυχνίες, που έπιανε μεσαία και βραχέα κύματα. Τα παιδιά γεννιόντουσαν ακόμα στο σπίτι κι αμέσως η μαμή τα τύλιγε με τη φασκιά, συνήθεια χιλιάδων χρόνων που καταργήθηκε στις μέρες μας. Τα χωράφια τα όργωναν με αλέτρια, τα θέριζαν με δρεπάνια και αλώνιζαν με ζώα στα πέτρινα αλώνια. Οι κοντινές μεταφορές γίνονταν κυρίως με τα ζώα. Πρέπει να υπήρχαν στο χωριό πάνω από 200 άλογα, φοράδες, γαϊδούρια, μουλάρια. Χαρακτηριστικές ήταν οι φράσεις «Φέρε μου δυο φορτώματα ξύλα» ή «Έχω ένα χωραφάκι δυο ημερών ζευγάρι». Μέχρι και μια νύφη από την Κατσουλιά θυμάμαι να περνάει με τα προικιά της πάνω σε 40 και πλέον ζώα πηγαίνοντας στο Βυζίκι. Τα περισσότερα σπίτια είχαν κοτέτσια, πολλά έθρεφαν γουρούνια, πολλοί χωριανοί είχαν πρόβατα και γίδια.
Η ζωή λοιπόν ήταν δύσκολη, ιδίως για τα παιδιά των αγροτικών οικογενειών, που λίγος χρόνος τους έμενε για παιχνίδι, όμως δεν υπήρχαν μεγάλες ανισότητες και τα παιδιά είναι πάντα παιδιά, δεν χρειάζονται παρά μια κουμούτσα ψωμί με λάδι και αλάτι, καλή παρέα και μια αλάνα ή μια αυλή για να τη γεμίσουν με τις χαρούμενες φωνές τους. Κι αυτό το χωριό, που εμείς το θεωρούμε το πιο όμορφο του κόσμου, γιατί είναι το λίκνο μας, ο τόπος που γεννηθήκαμε, παίξαμε όλοι μαζί στις γειτονιές, εκεί πήγαμε σχολείο και μάθαμε γράμματα, κάναμε φίλους, νιώσαμε τα πρώτα καρδιοχτύπια, είναι φυσικό να το έχουμε στην καρδιά μας και να νοιαζόμαστε για τη μοίρα του. Η κάθε εποχή και το κάθε μέρος έχει τις δικές του αναφορές και τις δικές του ιδιαιτερότητες. Ο καθένας μας κουβαλάει τις μνήμες από τον τόπο του, και ιδίως τις μνήμες που είχε σαν παιδί. Έτσι, αυτά που αποτελούσαν τότε την πεζή μας καθημερινότητα, σήμερα η χρονική απόσταση τους έχει προσδώσει μαγεία κι έγιναν πολύτιμες μνήμες, που τα αναπολούμε με νοσταλγία κι αγάπη.
Τα μικρά κείμενα που αποτελούν αυτό το βιβλίο γράφτηκαν μέσ’ από την ψυχή μου, με σκοπό θα θυμίσουν στους παλιούς αυτές τις μνήμες και να δώσουν στους νέους μια ιδέα για το πώς ζούσαν τότε οι πατεράδες και οι μανάδες τους. Από τους νέους δεν έχουμε την απαίτηση να ταυτιστούν με τη δική μας εμπειρία, αλλά θα θέλαμε να τους μεταδώσουμε λίγη από την αγάπη για το χωριό των γονιών τους και την ευκαιρία να το αγαπήσουν κι αυτοί, και μέσα από τις εμπειρίες τους να δημιουργήσουν τις δικές τους κοινές μνήμες.
Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να θυμηθούμε τα παλιά, να νιώσουμε για λίγο παιδιά. Και, πού ξέρεις, μπορεί οι κοινές αναμνήσεις να μας φέρουν πιο κοντά και να μας κάνουν πιο τρυφερούς, πιο γενναιόδωρους και λιγότερο μίζερους.
Θεόδωρος Νίτσος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου